- επιπεδόκοιλος
- -η, -ο(για φακό) αυτός που κατά τη μία επιφάνεια είναι κοίλος και κατά την άλλη επίπεδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίπεδο(ν) + κοίλος. Η λ. μαρτυρείται στον Νικηφόρο Θεοτόκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιπεδόκοιλος — η, ο (για φακούς), που έχει επίπεδη τη μια του επιφάνεια και την άλλη κοίλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek
φακός — ο σώμα από γυαλί ή άλλη διάφανη ύλη σχήματος φακής με τις δύο επιφάνειες καμπύλες (κυρτές ή κοίλες) ή τη μια καμπύλη και την άλλη επίπεδη: Αμφίκυρτος φακός. – Επιπεδόκοιλος φακός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)